ἀμφοδάρχης

ἀμφοδάρχης
ἀμφοδ-άρχης, ου, , (
A

ἄμφοδον 11

) officer commanding troops levied in a ward, Ph.Bel.93.8: also a civil official, OGI483.82 (Pergam.), Wilcken Chrest.61 (i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμφοδάρχης — (I) ἀμφοδάρχης, ο (Α) ο επικεφαλής ενός τετραγώνου ή μιας συνοικίας (βλ ἄμφοδον) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμφοδον + αρχης < ἄρχω]. (II) ο αρχ. αξιωματούχος της ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, που αρχικά είχε ως καθήκον την επιθεώρηση των οδών (αμφόδων) …   Dictionary of Greek

  • ἀμφοδάρχαις — ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοδάρχου — ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοδάρχῃ — ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοδάρχας — ἀμφοδάρχᾱς , ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc acc pl ἀμφοδάρχᾱς , ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμφοδον — ἄμφοδον, το (Α) 1. οδός, δρόμος 2. οικοδομικό τετράγωνο 3. τμήμα πόλης, συνοικία, γειτονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. *ἄμφοδος < ἀμφι* + ὁδὸς (πρβλ. τρί οδος, άνοδος, κάθοδος κλπ) ΣΥΝΘ. (αρχ) ἀμφοδάρχης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”